- φλογεροῦ
- φλογερόςblazingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλογερότητα — η, Ν [φλογερός] 1. η ιδιότητα τού φλογερού 2. μτφ. (σχετικά με συναισθήματα) σφοδρότητα, ένταση («φλογερότητα έρωτα») … Dictionary of Greek
Αμμωνίτες — Βιβλικός λαός, σημιτικής καταγωγής, συγγενικός με τους Εβραίους. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και ως Αμμών ή υιοί Αμμών, γιατί οι Εβραίοι τους θεωρούσαν απογόνους του Άμμαν, γιου του Λωτ. Κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Αρνέθ,… … Dictionary of Greek
Γκιγερόγκ, Γκαμπριέλ Ζοζέφ ντε Λαβέρνι ντε- — (Gabriel Joseph de Lavernie de Guilleragues, Μπορντό 1628 – Κωνσταντινούπολη 1685). Γάλλος συγγραφέας. Γόνος οικογένειας δικαστικών, ανέλαβε διάφορα αξιώματα και υπήρξε φίλος του Μολιέρου και του Ρακίνα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γραμματέας του … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Σαντ, Ντονοτιόν Αλφόνς Φρανσουά μαρκήσιος του- — (Marquis de Sade). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1740 Σαραντόν 1814) από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που κατά την παράδοση καταγόταν από τη Λάουρα του Πετράρχη. Το αθυρόστομο έργο του τον παρέσυρε σε σκάνδαλα, δίκες και μακρές φυλακίσεις και… … Dictionary of Greek